- διαλανθάνω
- (AM διαλανθάνω) [λανθάνω]1. διαφεύγω από την προσοχή κάποιου2. μένω απαρατήρητοςμσν.λησμονώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλάθῃ — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg διαλά̱θῃ , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg (doric) διαλά̱θῃ , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαθόντων — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act masc/neut gen pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor imperat act 3rd pl διαλᾱθόντων , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut gen pl (doric) διαλᾱθόντων , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres imperat act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέλαθον — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor ind act 3rd pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor ind act 1st sg διέλᾱθον , διαλανθάνω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (doric) διέλᾱθον , διαλανθάνω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλανθάνῃ — διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλάθωμαι — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj mp 1st sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj mid 1st sg διαλά̱θωμαι , διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres subj mp 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλήσει — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg (epic) διαλανθάνω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαθόν — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act masc voc sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλαθόντα — διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act neut nom/voc/acc pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλανθανόντων — διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut gen pl διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλανθάνει — διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg διαλανθάνω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)